- νεροφάγωμα
- το, -ατοςη κοιλότητα σε πέτρα ή σε έδαφος από το τρέξιμο ή το στάξιμο νερού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεροφάγωμα — το κοιλότητα σε λίθο ή στο έδαφος η οποία σχηματίστηκε από την αποσαθρωτική τριβή τρεχούμενου νερού … Dictionary of Greek
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek